- σπλαγχνοφάγος
- -ον, Ααυτός που τρώει σπλάγχνα, εντόσθια («ἀετὸς σπλαγχνοφάγος», Ψευδο-Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σπλάγχνα + -φάγος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπλαγχνοφάγον — σπλαγχνοφάγος eating the masc/fem acc sg σπλαγχνοφάγος eating the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπλαγχνοφάγου — σπλαγχνοφάγος eating the masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… … Dictionary of Greek
ԱՂԵԿԵՐ — (ի, աց.) NBH 1 0037 Chronological Sequence: Early classical ա. σπλαγχνοφάγος viscerum comestor Կերօղ աղեաց իւրոց, այս ինքն սիրելի զաւակաց. իր աղիքը ուտօղ. *Զորդէկոտորսն զանողորմս, եւ զաղեկերսն (կամ զաղէկերսն) մարդկեղէն մարմնոցն, զոր սնուցանէին.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)